- φτέρνα
- η / πτέρνα, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πτέρνα Ν, και πτέρνη Α1. το πίσω μέρος τού πέλματος τού ανθρώπινου ποδιού2. το ευμέγεθες και ακραίο οστό τού ταρσού3. συνεκδ. το πίσω μέρος υποδήματος, το τακούνι4. (γενικά) η βάση διαφόρων πραγμάτων5. φρ. «Αχίλλειος πτέρνα»μτφ. το τρωτό σημείο κάποιουνεοελλ.1. αρχιτ. είδος γλυφής, κατά το ήμισυ κοίλης και κατά το ήμισυ κυρτής2. φρ. α) «πτέρνα προσωμίδας» — το άνω άκρο τού πεδίλου τής προσωμίδας τών τυφεκίωνβ) «πτέρνα σπάθης» — το πέδιλο τού κολεού τού ξίφουςαρχ.1. (για ιπποειδή) η οπλή («ὅτε ἐνεποδίσθησαν πτέρναι ἵππου», ΠΔ)2. ίχνος που αφήνει το πίσω μέρος τού πέλματος τού ποδιού («ἔξελθε σὺ ἐν πτέρναις τῶν ποιμνίων», ΠΔ)3. το άκρο χειρουργικού εργαλείου4. το άκρο τού αγκώνα πολιορκητικής μηχανής.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φτέρνα / πτέρνη ανάγεται στον ΙΕ τ. *persnā «φτέρνα» (για το αρκτικό πτ- τού ελλ. τ. σε σχέση προς το ρ- τής ρίζας, πρβλ. πόλις: πτόλις, πόλεμος: πτόλεμος, βλ. λ. πόλεμος), από τον οποίο προέρχονται λ. τών ΙΕ γλωσσών που παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους ως προς το μέρος τού ποδιού που δηλώνουν, πρβλ. αρχ. ινδ. pārsni- «φτέρνα», αβεστ. pāšna- «φτέρνα» (με εκτεταμένο το φωνήεν τής ρίζας), γοτθ. fairzna «φτέρνα», αλλά και λατ. perna «χοιρομέρι», χεττιτ. paršna «το πάνω μέρος τού μηρού» (πρβλ. χεττιτ. paršnāi- «κάθομαι στα οπίσθια»). Η λ. απαντά και στη Μυκηναϊκή στον τ. pteno, ο οποίος αναφέρεται σε κάποιο μέρος τής άμαξας (πιθ. τα σκαλοπάτια) και αντιστοιχεί πιθ. με έναν τ. δυϊκού αριθμού πτέρνω. Τέλος, ο νεοελλ. τ. φτέρνα έχει προέλθει με ανομοιωτική τροπή τού κλειστού -π- στο διαρκές -φ- (πρβλ. κτίζω: χτίζω, πτερόν: φτερό)].
Dictionary of Greek. 2013.